συσσιτώ

συσσιτώ
συσσιτῶ, -έω, ΝΑ [σύσσιτος]
τρώγω μαζί με άλλους, συντρώγω (α. «οὔτε γὰρ συσσιτήσας τούτῳ οὐδεὶς φανήσεται οὐδὲ σύσκηνος γενόμενος», Αριστοφ.
β. «συσσιτοῡμεν... ἐγώ τε καὶ Μελησίας», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συσσίτῳ — συσσί̱τῳ , σύσσιτος messmate masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσσίτησις — ήσεως, ἡ, Α [συσσιτῶ] συσσιτία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”